- σαλιάρα
- η слюнявка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαλιάρα — Η πιο συνηθισμένη από τις κοινές ονομασίες τελεόστεων ψαριών του γένους βλέννιος της οικογένειας των Βλενιιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη μικρών ψαριών που ζουν στις ακτές, από τις αρκτικές και ανταρκτικές περιοχές ως τις τροπικές. Το σώμα τους… … Dictionary of Greek
σαλιάρα — η 1. κομμάτι υφάσματος που τοποθετείται στο στήθος των νηπίων για να πέφτουν σ αυτό τα σάλια τους. 2. είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλέννος — βλέννος, το (Α) 1. κολλώδης ουσία, βλέννα 2. ονομασία ψαριού, η σαλιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλέννος με τη σημ. 2 < επίθ. βλεννός, με μετάθεση του τόνου. Ονομάστηκε έτσι λόγω του γλοιώδους υγρού με το οποίο επικαλύπτεται. Για το βλέννος με τη σημ. 1 … Dictionary of Greek
σαλιαρίστρα — η, Ν η σαλιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουδουνίσ τρα)] … Dictionary of Greek
τραχηλιά — η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ νεοελλ. 1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα τού πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό 2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα 3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο 4. τεμάχιο… … Dictionary of Greek
σαλιαρίστρα — η σαλιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)